- μαγνητικός
- magnétique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μαγνητικός — ή, ό (Α μαγνητικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαγνήτη ή στη μαγνητική βελόνα ή, γενικώς, στα φαινόμενα τού μαγνητισμού 2. αυτός που έχει ιδιότητες μαγνήτη 3. μτφ. αυτός που ασκεί ισχυρή και μυστηριώδη επιβολή… … Dictionary of Greek
μαγνητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το μαγνήτη ή το μαγνητισμό ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του μαγνήτη: Μαγνητικό πεδίο. 2. αυτός που ασκεί μυστηριώδη και ισχυρή επιβολή, που ελκύει: Με εντυπωσίασε το μαγνητικό της βλέμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγνητικός δίσκος — Δίσκος από πλαστικό (μαλακός μ.δ.) ή μέταλλο (σκληρός μ.δ.) με επίστρωμα μαγνητικού υλικού πάνω στο οποίο βρίσκονται πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή. Ο μ.δ. αποτελεί στους περισσότερους ηλεκτρονικούς υπολογιστές το βασικό μέσο μόνιμης, ή σχεδόν… … Dictionary of Greek
γεωμαγνητισμός ή γήινος μαγνητισμός — Όρος που αφορά το μαγνητικό πεδίο της Γης και την περιοχή του Διαστήματος κοντά στη Γη. Αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της γεωφυσικής και ασχολείται με τη μελέτη του γήινου μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών του, καθώς και με τα γεωφυσικά φαινόμενα… … Dictionary of Greek
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικός φακός — Μία διάταξη για την εστίαση μιας δέσμης ηλεκτρονίων με τη χρήση είτε ενός μαγνητικού πεδίου (μαγνητικός φακός) είτε ενός ηλεκτροστατικού πεδίου (ηλεκτροστατικός φακός), κατά τρόπο ανάλογο με την εστίαση μιας φωτεινής δέσμης από έναν oπτικό φακό.… … Dictionary of Greek
Μαγνητικῶν — Μάγνης the magnet fem gen pl Μάγνης the magnet masc/neut gen pl Μαγνητικός the magnet fem gen pl Μαγνητικός the magnet masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαγνητικόν — Μάγνης the magnet masc acc sg Μάγνης the magnet neut nom/voc/acc sg Μαγνητικός the magnet masc acc sg Μαγνητικός the magnet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν … Dictionary of Greek